Η Αγγελική ήταν πάντα πιο τολμηρή και ήταν πάντα η ηρωίδα μου. Ακόμα είναι!
Δεν έκανα βήμα χωρίς την έγκρισή της. Ήταν άλλωστε η μεγάλη μου αδερφή. Είχε γεννηθεί ένα λεπτό πριν από μένα.
Αν δεν έδενε τα κορδόνια μου, δεν μπορούσα να ξεκινήσω. Ακόμα κι όταν φορούσα ανάποδα τα αθλητικά μου, με το δεξί μου παπούτσι στο αριστερό πόδι, αν εκείνη έλεγε ότι ήταν εντάξει, εγώ προχωρούσα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Είχα ανάγκη την έγκρισή της και την προστασία της. Εμπιστευόμουν τα πάντα επάνω της και εκείνη το ήξερε και το απολάμβανε. Ήταν η ηγέτιδα και αυτός ο ρόλος της πήγαινε πολύ. Ακόμα κι όταν μας χώρισαν, για να μην είμαστε μαζί στο ίδιο τμήμα, κι ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, εκείνη μου έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το χέρι και μου έδειξε τη γωνιά όπου θα συναντιόμασταν στα διαλείμματα. Μόνοι για ένα διάστημα με κάγκελα γύρω μας, εντός του σχολείου πια, αν και πραγματικά κάγκελα δεν υπήρχαν. Για κάποια παιδιά δεν είχαμε ονόματα. Ήμασταν απλώς τα μαυράκια. Και αυτό μας πλήγωνε.

Τι μπορεί να είχε πάει στραβά; Τι είχε αλλάξει από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, εκτός ίσως από το προάστιο όπου ανήκαν; Κι όμως φάνταζε σαν άλλος πλανήτης.
Γιατί κάποια τόσο μικρά παιδιά μπορούν να γίνουν τόσο σκληρά; Δύσκολα ερωτήματα για να τα απαντήσω εγώ τότε.